- καθάρσιο
- τοκαθαρτικό φάρμακο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πούργκα — η, Ν καθαρτικό, καθάρσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. purga «καθαρτικό, καθάρσιο» < λατ. purgo «καθαρίζω»] … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
διακλύζω — (Α) [κλύζω] 1. καθαρίζω, πλένω καλά 2. ( ομαι) α) πλένω το στόμα μου β) ξεπλένομαι καλά γ) πίνω καθάρσιο … Dictionary of Greek
καθάρσιος — ο (AM καθάρσιος, ον) 1. αυτός που καθαρίζει, που λυτρώνει από ενοχή, μίασμα ή κακούργημα, εξαγνιστικός (α. «μολεῑν καθαρσίῳ ποδί», Σοφ. β. «φόνου δὲ τοῡδ ἐγὼ καθάρσιος», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το καθάρσιο(ν) καθαρτικό, φάρμακο που προκαλεί… … Dictionary of Greek
καθαρτικός — ή, ό (ΑΜ καθαρτικός, ή, όν) [καθαρτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κάθαρση, αυτός που έχει την ικανότητα να εξαγνίζει, εξαγνιστικός («τὸ μὲν ἐλαίου καὶ γῆς καθαρτικὸν γένος», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το καθαρτικό(ν) φάρμακο που… … Dictionary of Greek
κατάκλυσμα — κατάκλυσμα, τὸ (Α) [κατακλύζω] το καθάρσιο ή το κλύσμα … Dictionary of Greek
καταρρηκτικός — καταρρηκτικός, ή, όν (Α) [καταρρήγνομι] αυτός που προκαλεί ή διευκολύνει τις εκκρίσεις ή τις κενώσεις (α. «φάρμακον καταρρηκτικόν» καθάρσιο β. «οἶνος διουρητικὸς καὶ καταρρηκτικός» κρασί που διευκολύνει την ούρηση και τις κενώσεις) … Dictionary of Greek
μελανοσυρμαίος — μελανοσυρμαῑος ον (Α) (κωμικό επίθετο τού Αριστοφ. για τους Αιγυπτίους) (με διπλή σημασία) αυτός που φορά μαύρη εσθήτα η οποία σέρνεται στο έδαφος και αυτός που πίνει συχνά συρμαία, δηλ. καθάρσιο από ένα είδος μαύρου ραπανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek
ρυπτικός — ή, ό / ῥυπτικός, ή, όν, ΝΑ αυτός που έχει την ιδιότητα να καθαρίζει τους ρύπους, τις ακαθαρσίες ή αυτός που είναι κατάλληλος για καθαρισμό από ρύπους («ῥυπτικωτάτη κόνις», Πλούτ.) αρχ. καθαρτικός («ῥυπτικὸν φάρμακον» το καθάρσιο, Αριστοτ.).… … Dictionary of Greek